- πονήρευμα
- -ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν [πονηρεύω / πονηρεύομαι](κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματαπανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριάαρχ.ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πονήρευμα — villainies neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρευμάτων — πονήρευμα villainies neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύμασι — πονήρευμα villainies neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύμασιν — πονήρευμα villainies neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύματα — πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύματι — πονήρευμα villainies neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύματος — πονήρευμα villainies neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πονηρεύματ' — πονηρεύματα , πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc pl πονηρεύματι , πονήρευμα villainies neut dat sg πονηρεύματε , πονήρευμα villainies neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σικανός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Συρακούσιος στρατηγός, που πήρε μέρος εναντίον των Αθηναίων στην εκστρατεία της Σικελίας. Αρχικά οι Συρακούσιοι τον είχαν στείλει με δεκαπέντε πλοία στον Ακράγαντα, όπου είχε γίνει στάση, για να επαναφέρει την πόλη… … Dictionary of Greek
σκάνος — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «αἰτία, κώλυμα» 2. (κατά τον Γαλ.) «πονήρευμα ἐνεδρευτικόν, αἴτιον κεκρυμμένον». τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. σκήνος … Dictionary of Greek